Tου Χρηστου Γιανναρα
Aμέσως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον λιμό της κατοχής και την πολυαίμακτη κομμουνιστική ανταρσία, οι πρώτοι «τουρίστες» που έφτασαν μαζικά στη συφοριασμένη Ελλάδα ήταν Ελληνοαμερικανοί. Ερχονταν να ξαναβρούν όσους συγγενείς επέζησαν, να μετρήσουν νεκρούς, να κομίσουν όποια ιδιωτική βοήθεια ήταν μπορετό, κυρίως σε ρουχισμό.
Πρέπει αυτές οι επισκέψεις να έγιναν αισθητές στην ελλαδική κοινωνία, ήταν εκτεταμένο φαινόμενο. Ο Ελληνοαμερικανός συγγενής αποτέλεσε αξιοπερίεργη παρουσία, σχολιάστηκε, κρίθηκε, ταξινομήθηκε: Η αμερικανίζουσα προφορά των ελληνικών, η διάνθισή τους με ελληνοποιημένες αμερικάνικες λέξεις, οι περίεργες αμφιέσεις, οι συνεχείς συγκρίσεις του αμερικανικού με τον ελληνικό τρόπο του βίου, μαζί και μια αφέλεια εμπιστοσύνης τις ανθρώπινες σχέσεις (σε αντίθεση με την οξυμμένη πάντοτε καχυποψία των Ελλαδιτών), όλα αυτά μαζί, συγκροτούσαν τον τύπο που χαρακτηρίστηκε σκωπτικά: ο «μπρούκλης» (προφανώς από τον κάτοικο του Brooklyn) ή «το αμερικανάκι»....
Η ελλαδική κοινωνία έβγαινε τότε από μια συντελεσμένη καταστροφή, η χώρα ήταν ερειπωμένη, πάρα πολλά χωριά εγκαταλελειμμένα, στέρηση και φτώχεια απροσμέτρητη, η ανασφάλεια κυρίαρχο αίσθημα. Κι όμως ο Ελλαδίτης έβλεπε τον φανταχτερό σε όλα του «μπρούκλη» με συμπάθεια αλλά αφ' υψηλού. Δεν παραδόθηκε με κεχηνότα θαυμασμό στο «μοδέρνο» και στο φανταχτερό, στάθηκε όχι απλώς κριτικά, αλλά και με σκώμμα, που σημαίνει: με κάποια συναίσθηση υπεροχής.
Ειρωνεύτηκαν και σατίρισαν οι Ελλαδίτες την αισθητική των Ελληνοαμερικανών και τη γλωσσική τους υποβάθμιση. Δεν μπορούσαν, τότε, να μην περιγελάσουν (διακριτικά ή εκ των υστέρων) το θέαμα ενήλικου άνδρα με πολύχρωμα σορτς και λουλουδάτο πουκαμισάκι ή της ώριμης γυναίκας με ξέχειλα από μαραμένες σάρκες εξώπλατα φορέματα και πελώρια ντεκολτέ. «Σνόμπαρε» αυτή την ανεμελιά για την αισθητική ο Ελλαδίτης, όπως τη σνομπάρει πάντοτε κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος, που ξέρει να ξεχωρίζει το τι του ταιριάζει από το τι ομοιότροπα επιβάλλει η μόδα. Καθόλου τυχαία ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της αμφίεσσης στις ΗΠΑ συμβαδίζει με τα τεράστια ποσοστά παχυσαρκίας του πληθυσμού και τα ανάλογα ποσοστά των «λειτουργικώς αναλφαβήτων».
Λειτούργησε επίσης τότε, ως αφορμή αφ' υψηλού θεώρησης των «μπρούκληδων», η κακή γλωσσική τους εκφραστική: γελούσαν οι Ελλαδίτες με τα γραμματικά και συντακτικά λάθη στη γλώσσα τους. Καταστραμμένοι, ρημαγμένοι, ζώντας με μεγάλες στερήσεις, επέμεναν να αξιολογούν τους ανθρώπους από τη γλώσσα που μιλούσαν, όχι από τα λεφτά τους, όχι από τις χρυσές καδένες. Ο Μποστ, ιδιοφυής σκιτσογράφος, κατάκτησε την ελλαδική κοινωνία ποντάροντας ακριβώς στη γραμματική και συντακτική ευαισθησία (και κατάρτιση) των Ελλήνων - σήμερα κανένας δεν θα γελούσε με το καυστικό του χιούμορ, αφού το στραπατσάρισμα της γλώσσας που χαρακτήριζε άλλοτε τους απαίδευτους και τους ολιγόνοες είναι σήμερα γνώρισμα υπουργών και πρωθυπουργών.
Είναι συναρπαστικό να μελετήσει κανείς την παραλληλία γλωσσικής ευαισθησίας (ακόμα και άσχετης από σχολική φοίτηση και σπουδές) με τις αισθητικές απαιτήσεις στην ένδυση, σε προγενέστερα χρόνια. Να μελετήσει κυρίως το πώς προσέλαβαν το δυτικό ένδυμα οι Ελληνες στο ελλαδικό κράτος και πώς οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους. Γιατί κάποτε η Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Οδησσού, της Τραπεζούντας φορούσε τη μακριά τουαλέτα με την τέλεια άνεση της οποιασδήποτε Ευρωπαίας, ενώ η Ελλαδίτισσα που πρωτόβαλε τέτοιο φόρεμα στο Μπρούκλιν ή στο Σικάγο έμοιαζε αμέσως να μιμείται κάτι ξένο και γι' αυτό να μοιάζει κωμική. Το ίδιο και ο άντρας με το φράκο ή το σμόκιν.
Το μυστικό πρέπει να ήταν ότι οι Ελληλνες οι εκτός ελλαδικού κράτους ένιωθαν περήφανοι για την ελληνικότητά τους, ζούσαν την ελληνικότητα ως πολιτισμική υπεροχή, ως ποιότητα ζωής. Με αυτή τη βιωματική σιγουριά είχαν την αυτονόητη άνεση να προσλαμβάνουν οτιδήποτε καινούργιο που το εύρισκαν ταιριαχτό με τα γούστα τους, να το αφομοιώνουν στον «αέρα» της ευγενικής τους καταγωγής. Αυτή τη στάση πρέπει να υπονοούσε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν έλεγε: «Για να είσαι κοσμοπολίτης, πρέπει πρώτα να είσαι Ελληνας».
Η επίσημη ιδεολογία του «εθνικού» κράτους (τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην πολιτική πρακτική - στη συγκρότηση των θεσμών και στη λειτουργία τους) ήταν πάντοτε στους αντίποδες της κοσμοπολίτικης αρχοντιάς: Το κράτος προϋπέθετε την Ελλάδα βαλκανική επαρχία της Ευρώπης, που για να εκπολιτιστεί και εκσυγχρονιστεί, όφειλε να μιμηθεί (όχι να προσλάβει) τη Δύση. «Πρόοδος» ήταν η αντιγραφή, ο πιθηκισμός από μειονεξία ή ξιπασιά, που καθηλώνει στον ρόλο του ουραγού, στο ρίσκο της παρωδίας, της καρικατούρας - τον «μπρούκλη» τον γέννησε το ελλαδικό κράτος, όχι η αμερικανική κοινωνία.
Το κακοφορεμένο φράκο συνοδεύτηκε στην κρατική Ελλάδα από δάνειες αντιλήψεις για τη γλώσσα (κοραϊκή «καθαρεύουσα» και ψυχαρική «δημοτική») και από επαχθή δάνεια χρηματικά που κράτησαν τους Ελλαδίτες πάντοτε υποτελείς των «φίλων» και «συμμάχων» τους Ευρωπαίων. Τι σύμπτωση, που ο εκπασοκισμός της ελλαδικής κοινωνίας, τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια, αναζωπύρωσε εντυπωσιακά το ίδιο τριπλό σύμπτωμα: Κατάστρεψε, σε βαθμό αναπηρίας, τη νεοελληνική γλώσσα και έκφραση. Προπαγάνδισε την «ανεμελιά» στην αμφίεση βυθίζοντας μεγάλες πληθυσμικές ομάδες σε ενδυματολογική ακαλαισθησία, την πιο επιδεικτική που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Και καταδίκασε το κράτος σε ανήκεστη οικονομική υποτέλεια, για το υπόλοιπο του αιώνα, λόγω εξωφρενικού δανεισμού με τους πιο ταπεινωτικούς όρους.
Συμπέρασμα: Αν υπάρξει ποτέ πολιτική παράταξη με συνεπή και προγραμματικό αντι-πασοκισμό, θα το αντιληφθούμε από τρία σημάδια: Θα έχει πρώτη προτεραιότητα, τη γλώσσα. Η εξωτερική εμφάνιση των μπροστάρηδων θα απηχεί την αρχοντιά της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αυτήν που μεταγγίζεται με το γάλα της μάνας. Και τρίτο, θα συνεγείρει τους Ελληνες σε αγώνα απεξάρτησης από τον πατριδοκτόνο δανεισμό.
Αυτά τα τρία.
Πηγή : Καθημερινή
Aμέσως μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή, τον λιμό της κατοχής και την πολυαίμακτη κομμουνιστική ανταρσία, οι πρώτοι «τουρίστες» που έφτασαν μαζικά στη συφοριασμένη Ελλάδα ήταν Ελληνοαμερικανοί. Ερχονταν να ξαναβρούν όσους συγγενείς επέζησαν, να μετρήσουν νεκρούς, να κομίσουν όποια ιδιωτική βοήθεια ήταν μπορετό, κυρίως σε ρουχισμό.
Πρέπει αυτές οι επισκέψεις να έγιναν αισθητές στην ελλαδική κοινωνία, ήταν εκτεταμένο φαινόμενο. Ο Ελληνοαμερικανός συγγενής αποτέλεσε αξιοπερίεργη παρουσία, σχολιάστηκε, κρίθηκε, ταξινομήθηκε: Η αμερικανίζουσα προφορά των ελληνικών, η διάνθισή τους με ελληνοποιημένες αμερικάνικες λέξεις, οι περίεργες αμφιέσεις, οι συνεχείς συγκρίσεις του αμερικανικού με τον ελληνικό τρόπο του βίου, μαζί και μια αφέλεια εμπιστοσύνης τις ανθρώπινες σχέσεις (σε αντίθεση με την οξυμμένη πάντοτε καχυποψία των Ελλαδιτών), όλα αυτά μαζί, συγκροτούσαν τον τύπο που χαρακτηρίστηκε σκωπτικά: ο «μπρούκλης» (προφανώς από τον κάτοικο του Brooklyn) ή «το αμερικανάκι»....
Η ελλαδική κοινωνία έβγαινε τότε από μια συντελεσμένη καταστροφή, η χώρα ήταν ερειπωμένη, πάρα πολλά χωριά εγκαταλελειμμένα, στέρηση και φτώχεια απροσμέτρητη, η ανασφάλεια κυρίαρχο αίσθημα. Κι όμως ο Ελλαδίτης έβλεπε τον φανταχτερό σε όλα του «μπρούκλη» με συμπάθεια αλλά αφ' υψηλού. Δεν παραδόθηκε με κεχηνότα θαυμασμό στο «μοδέρνο» και στο φανταχτερό, στάθηκε όχι απλώς κριτικά, αλλά και με σκώμμα, που σημαίνει: με κάποια συναίσθηση υπεροχής.
Ειρωνεύτηκαν και σατίρισαν οι Ελλαδίτες την αισθητική των Ελληνοαμερικανών και τη γλωσσική τους υποβάθμιση. Δεν μπορούσαν, τότε, να μην περιγελάσουν (διακριτικά ή εκ των υστέρων) το θέαμα ενήλικου άνδρα με πολύχρωμα σορτς και λουλουδάτο πουκαμισάκι ή της ώριμης γυναίκας με ξέχειλα από μαραμένες σάρκες εξώπλατα φορέματα και πελώρια ντεκολτέ. «Σνόμπαρε» αυτή την ανεμελιά για την αισθητική ο Ελλαδίτης, όπως τη σνομπάρει πάντοτε κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος, που ξέρει να ξεχωρίζει το τι του ταιριάζει από το τι ομοιότροπα επιβάλλει η μόδα. Καθόλου τυχαία ο αισθητικός εκβαρβαρισμός της αμφίεσσης στις ΗΠΑ συμβαδίζει με τα τεράστια ποσοστά παχυσαρκίας του πληθυσμού και τα ανάλογα ποσοστά των «λειτουργικώς αναλφαβήτων».
Λειτούργησε επίσης τότε, ως αφορμή αφ' υψηλού θεώρησης των «μπρούκληδων», η κακή γλωσσική τους εκφραστική: γελούσαν οι Ελλαδίτες με τα γραμματικά και συντακτικά λάθη στη γλώσσα τους. Καταστραμμένοι, ρημαγμένοι, ζώντας με μεγάλες στερήσεις, επέμεναν να αξιολογούν τους ανθρώπους από τη γλώσσα που μιλούσαν, όχι από τα λεφτά τους, όχι από τις χρυσές καδένες. Ο Μποστ, ιδιοφυής σκιτσογράφος, κατάκτησε την ελλαδική κοινωνία ποντάροντας ακριβώς στη γραμματική και συντακτική ευαισθησία (και κατάρτιση) των Ελλήνων - σήμερα κανένας δεν θα γελούσε με το καυστικό του χιούμορ, αφού το στραπατσάρισμα της γλώσσας που χαρακτήριζε άλλοτε τους απαίδευτους και τους ολιγόνοες είναι σήμερα γνώρισμα υπουργών και πρωθυπουργών.
Είναι συναρπαστικό να μελετήσει κανείς την παραλληλία γλωσσικής ευαισθησίας (ακόμα και άσχετης από σχολική φοίτηση και σπουδές) με τις αισθητικές απαιτήσεις στην ένδυση, σε προγενέστερα χρόνια. Να μελετήσει κυρίως το πώς προσέλαβαν το δυτικό ένδυμα οι Ελληνες στο ελλαδικό κράτος και πώς οι Ελληνες οι εκτός ελλαδικού κράτους. Γιατί κάποτε η Ελληνίδα της Αλεξάνδρειας, της Σμύρνης, της Οδησσού, της Τραπεζούντας φορούσε τη μακριά τουαλέτα με την τέλεια άνεση της οποιασδήποτε Ευρωπαίας, ενώ η Ελλαδίτισσα που πρωτόβαλε τέτοιο φόρεμα στο Μπρούκλιν ή στο Σικάγο έμοιαζε αμέσως να μιμείται κάτι ξένο και γι' αυτό να μοιάζει κωμική. Το ίδιο και ο άντρας με το φράκο ή το σμόκιν.
Το μυστικό πρέπει να ήταν ότι οι Ελληλνες οι εκτός ελλαδικού κράτους ένιωθαν περήφανοι για την ελληνικότητά τους, ζούσαν την ελληνικότητα ως πολιτισμική υπεροχή, ως ποιότητα ζωής. Με αυτή τη βιωματική σιγουριά είχαν την αυτονόητη άνεση να προσλαμβάνουν οτιδήποτε καινούργιο που το εύρισκαν ταιριαχτό με τα γούστα τους, να το αφομοιώνουν στον «αέρα» της ευγενικής τους καταγωγής. Αυτή τη στάση πρέπει να υπονοούσε ο Γιάννης Τσαρούχης όταν έλεγε: «Για να είσαι κοσμοπολίτης, πρέπει πρώτα να είσαι Ελληνας».
Η επίσημη ιδεολογία του «εθνικού» κράτους (τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην πολιτική πρακτική - στη συγκρότηση των θεσμών και στη λειτουργία τους) ήταν πάντοτε στους αντίποδες της κοσμοπολίτικης αρχοντιάς: Το κράτος προϋπέθετε την Ελλάδα βαλκανική επαρχία της Ευρώπης, που για να εκπολιτιστεί και εκσυγχρονιστεί, όφειλε να μιμηθεί (όχι να προσλάβει) τη Δύση. «Πρόοδος» ήταν η αντιγραφή, ο πιθηκισμός από μειονεξία ή ξιπασιά, που καθηλώνει στον ρόλο του ουραγού, στο ρίσκο της παρωδίας, της καρικατούρας - τον «μπρούκλη» τον γέννησε το ελλαδικό κράτος, όχι η αμερικανική κοινωνία.
Το κακοφορεμένο φράκο συνοδεύτηκε στην κρατική Ελλάδα από δάνειες αντιλήψεις για τη γλώσσα (κοραϊκή «καθαρεύουσα» και ψυχαρική «δημοτική») και από επαχθή δάνεια χρηματικά που κράτησαν τους Ελλαδίτες πάντοτε υποτελείς των «φίλων» και «συμμάχων» τους Ευρωπαίων. Τι σύμπτωση, που ο εκπασοκισμός της ελλαδικής κοινωνίας, τα τελευταία τριάντα επτά χρόνια, αναζωπύρωσε εντυπωσιακά το ίδιο τριπλό σύμπτωμα: Κατάστρεψε, σε βαθμό αναπηρίας, τη νεοελληνική γλώσσα και έκφραση. Προπαγάνδισε την «ανεμελιά» στην αμφίεση βυθίζοντας μεγάλες πληθυσμικές ομάδες σε ενδυματολογική ακαλαισθησία, την πιο επιδεικτική που γνώρισε ποτέ αυτός ο τόπος. Και καταδίκασε το κράτος σε ανήκεστη οικονομική υποτέλεια, για το υπόλοιπο του αιώνα, λόγω εξωφρενικού δανεισμού με τους πιο ταπεινωτικούς όρους.
Συμπέρασμα: Αν υπάρξει ποτέ πολιτική παράταξη με συνεπή και προγραμματικό αντι-πασοκισμό, θα το αντιληφθούμε από τρία σημάδια: Θα έχει πρώτη προτεραιότητα, τη γλώσσα. Η εξωτερική εμφάνιση των μπροστάρηδων θα απηχεί την αρχοντιά της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, αυτήν που μεταγγίζεται με το γάλα της μάνας. Και τρίτο, θα συνεγείρει τους Ελληνες σε αγώνα απεξάρτησης από τον πατριδοκτόνο δανεισμό.
Αυτά τα τρία.
Πηγή : Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου