Tου Αποστολου Δοξιαδη*
Τους τελευταίους μήνες, ένα αγαπημένο πρόσωπο (το όνομά της: «Ελλάδα») παρουσίασε δραματική επιδείνωση τής από καιρό άθλιας υγείας της. Φώναξα, λοιπόν, ένα σοφό καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κοινής Λογικής, και του ζήτησα τη γνώμη του. Να τι μου είπε:
«Τα συμπτώματα δεν αφήνουν αμφιβολίες. Πρώτο και χειρότερο, η οικονομική κρίση: τεράστιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος, κλείσιμο επιχειρήσεων, εξωφρενικός υπερδανεισμός άλλων, εξαντλητική φορολογία και πολλά ακόμη που, σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και την κλιμάκωση της ανομίας, εξαφανίζουν κάθε ελπίδα αναζωπύρωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ή παραγωγικών επενδύσεων. Δεύτερο, ο κρατικός τομέας διαλύεται, με συνεχείς απεργίες, στάσεις, καταλήψεις. Τρίτο, ζωτικοί τομείς, όπως υγεία και παιδεία, είναι σε αποσύνθεση. Τέταρτο, ως αποτέλεσμα των προηγούμενων, οι Ελληνες έχουν χάσει τις ελπίδες τους, με χειρότερο επακόλουθο ότι ολοένα περισσότεροι προκομμένοι νέοι αποφασίζουν να μεταναστεύσουν. Πέμπτο...», τον σταμάτησα. «Τα βλέπω και μόνος μου, γιατρέ», είπα. «Μιλήστε μου καλύτερα για τη θεραπεία. Γι’ αυτό σας φώναξα!»....
Ο σοφός καθηγητής συνοφρυώθηκε: «Μέχρι στιγμής δοκιμάστηκαν δύο ειδών: ως πρόσφατα, οι ντόπιοι γιατροί–μάγοι (αυτοί που λέτε εδώ «πολιτικούς»), εφάρμοσαν μεθόδους εναλλακτικής ιατρικής, είτε τύπου ομοιοπαθητικού (π.χ. περισσότερες προσλήψεις, περισσότεροι νόμοι που δεν εφαρμόζονται), είτε, κάποιοι ακραίοι, τύπου καθαρά πρωτόγονου, εξορκισμών ή βουντού (π.χ. αναζήτηση συνωμοσιών, υπόθαλψη βίαιων ενεργειών). Αυτές όχι απλώς απέτυχαν, αλλά επιδείνωσαν την κατάσταση – με αυτή την έννοια, η νόσος είναι πλέον ιατρογενής. Aπό πέρυσι, βέβαια, έγινε προσπάθεια να εφαρμοσθούν μέθοδοι της συμβατικής Ιατρικής, με τη μετάκληση ξένων ειδικών. Ομως κάποιες από αυτές (π.χ. δάνεια) λειτουργούν παρηγορητικά, απλώς παρατείνοντας ελαφρώς τη ζωή της ασθενούς, ενώ όσες σκοπεύουν πράγματι στη θεραπεία (π.χ. μείωση της σπατάλης, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων), τις υπονομεύουν οι ντόπιοι γιατροί–μάγοι, οι οποίοι –δυστυχώς συχνά σε συνεργασία με την ασθενή– μόλις βγαίνουν από το θάλαμο οι ξένοι πετούν τα εισαγόμενα φάρμακα στην τουαλέτα, βγάζουν τους ορούς, και άλλα παρόμοια, υπανάπτυκτα, που...».
Τον έκοψα, γιατί δεν άντεχα να ακούω: «Και η πρόγνωση, γιατρέ; Υπάρχει ελπίδα;» Ο καθηγητής κούνησε λυπημένα το κεφάλι. «Αγαπητέ μου...», έσφιξα τα δόντια, έτοιμος να ακούσω τα χειρότερα. «Η επιστήμη ουσιαστικά σήκωσε τα χέρια. Εκτός... Εκτός αν...». Κόμπιασε, κόβοντάς μου την ανάσα. «Εκτός τι, γιατρέ; Μιλήστε!». Εκείνος αναστέναξε. «Εκτός αν η ασθενής θέλει να δοκιμάσει μία πειραματική θεραπεία». Ξίνισα τα μούτρα. «“Πειραματική”; Στου κασίδη το κεφάλι; Θα την κάνουμε ινδικό χοιρίδιο;». Ο καθηγητής χαμογέλασε πικρά. «Εχετε δίκιο. Το σωστό είναι να το πάρετε απόφαση, είπε κι έστριψε να φύγει. Αλλά εγώ δεν άντεξα. Του άρπαξα το μπράτσο. «Μια στιγμή, γιατρέ, μη φεύγετε! Πείτε μου, τι σόι “εναλλακτική θεραπεία” είναι αυτή;».
Ο καθηγητής την περιέγραψε. Σας τη λέω όπως την κατάλαβα, μεταφράζοντας την ιατρική του γλώσσα σε πολιτική: «Δεν υπάρχει χρόνος», είπε, «σε τέτοια κρίση, να αλλάξει ο πρωθυπουργός (ο καθηγητής τον είπε «αρχίατρο»). Αυτός, καλός - κακός, πρέπει να μείνει στη θέση του και να αναλάβει τις ευθύνες που του αναθέσατε. Αυτό όμως που πρέπει να κάνει, αμέσως μάλιστα, είναι να αλλάξει ριζικά την κυβέρνησή του («συμβούλιο γιατρών–μάγων» την είπε ο καθηγητής), που αποτελείται σχεδόν όλη από άτομα άκρως ακατάλληλα να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, για δύο απλούστατους λόγους: δεν θέλουν και δεν μπορούν. Κι έπειτα ας φτιάξει ο πρωθυπουργός μια κυβέρνηση για το καλό της πατρίδας (της «ασθενούς»), που θα την επιλέξει με συμβουλές κάποιων συνετών ανθρώπων, εκτός πολιτικής, κι όχι των παρατρεχάμενών του. Από τους τωρινούς υπουργούς να κρατήσει μόνο όσους έδειξαν αποφασιστικότητα και ικανότητα στην πράξη, που είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ανθρώπου μάλιστα μη αρτιμελούς. Αλλους πολιτικούς να χρησιμοποιήσει μόνο ελάχιστους, κάποιους που το ήθος και η ευφυΐα τους τούς έστειλαν στο περιθώριο – τους ξέρουν κι οι πέτρες ποιοι είναι. Από εκεί και πέρα, όσους διαλέξει, πρέπει να έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Πρώτο, καμία πολιτική ενασχόληση ή φιλοδοξία, άρα καμία διάθεση να γίνουν αρεστοί. Δεύτερο, θάρρος και αποφασιστικότητα. Τρίτο, να είναι ιδιαίτερα επιτυχημένοι στο επάγγελμά τους, όποιο κι αν είναι, φτάνει να περιλαμβάνει καθήκοντα διοικητικά. (Ομως, από τα επαγγέλματα εξαιρούνται ρητά τα σχετικά με τον αθλητισμό, την τηλεόραση και το θέαμα.) Τέταρτο, να έχουν μεγάλη πείρα της ελληνικής πραγματικότητας. Πέμπτο, να είναι δουλευταράδες (Καλό τεστ επιλογής για το τελευταίο: στο ερώτημα «Πού θα περάσετε το Πάσχα ενόσω είστε υπουργός;», να απαντούν, έκπληκτοι: «Μα, φυσικά, στην Αθήνα!»).
Με χέρι τρεμάμενο, πάω να βάλω την υπογραφή στην εξουσιοδότηση, καθώς η ασθενής έπεσε στο μεταξύ σε κώμα και πρέπει κάποιος συγγενής να αποφασίσει. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοινής Λογικής μού το τονίζει: η θεραπεία είναι πειραματική, έχει αρκετά εναντίον της και δεν εγγυάται τη θεραπεία. Αλλά εγώ υπογράφω γιατί έχει ένα μοναδικό πλεονέκτημα: είναι η τελευταία μας ελπίδα.
Ο πνιγμένος, λένε, από τα μαλλιά του πιάνεται. Πιο χρήσιμο μου φαίνεται να πιαστούμε από τους αποδεδειγμένα άξιους ανθρώπους μας.
*Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.
Τους τελευταίους μήνες, ένα αγαπημένο πρόσωπο (το όνομά της: «Ελλάδα») παρουσίασε δραματική επιδείνωση τής από καιρό άθλιας υγείας της. Φώναξα, λοιπόν, ένα σοφό καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κοινής Λογικής, και του ζήτησα τη γνώμη του. Να τι μου είπε:
«Τα συμπτώματα δεν αφήνουν αμφιβολίες. Πρώτο και χειρότερο, η οικονομική κρίση: τεράστιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος, κλείσιμο επιχειρήσεων, εξωφρενικός υπερδανεισμός άλλων, εξαντλητική φορολογία και πολλά ακόμη που, σε συνδυασμό με τη γραφειοκρατία, τη διαφθορά και την κλιμάκωση της ανομίας, εξαφανίζουν κάθε ελπίδα αναζωπύρωσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, ή παραγωγικών επενδύσεων. Δεύτερο, ο κρατικός τομέας διαλύεται, με συνεχείς απεργίες, στάσεις, καταλήψεις. Τρίτο, ζωτικοί τομείς, όπως υγεία και παιδεία, είναι σε αποσύνθεση. Τέταρτο, ως αποτέλεσμα των προηγούμενων, οι Ελληνες έχουν χάσει τις ελπίδες τους, με χειρότερο επακόλουθο ότι ολοένα περισσότεροι προκομμένοι νέοι αποφασίζουν να μεταναστεύσουν. Πέμπτο...», τον σταμάτησα. «Τα βλέπω και μόνος μου, γιατρέ», είπα. «Μιλήστε μου καλύτερα για τη θεραπεία. Γι’ αυτό σας φώναξα!»....
Ο σοφός καθηγητής συνοφρυώθηκε: «Μέχρι στιγμής δοκιμάστηκαν δύο ειδών: ως πρόσφατα, οι ντόπιοι γιατροί–μάγοι (αυτοί που λέτε εδώ «πολιτικούς»), εφάρμοσαν μεθόδους εναλλακτικής ιατρικής, είτε τύπου ομοιοπαθητικού (π.χ. περισσότερες προσλήψεις, περισσότεροι νόμοι που δεν εφαρμόζονται), είτε, κάποιοι ακραίοι, τύπου καθαρά πρωτόγονου, εξορκισμών ή βουντού (π.χ. αναζήτηση συνωμοσιών, υπόθαλψη βίαιων ενεργειών). Αυτές όχι απλώς απέτυχαν, αλλά επιδείνωσαν την κατάσταση – με αυτή την έννοια, η νόσος είναι πλέον ιατρογενής. Aπό πέρυσι, βέβαια, έγινε προσπάθεια να εφαρμοσθούν μέθοδοι της συμβατικής Ιατρικής, με τη μετάκληση ξένων ειδικών. Ομως κάποιες από αυτές (π.χ. δάνεια) λειτουργούν παρηγορητικά, απλώς παρατείνοντας ελαφρώς τη ζωή της ασθενούς, ενώ όσες σκοπεύουν πράγματι στη θεραπεία (π.χ. μείωση της σπατάλης, άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων), τις υπονομεύουν οι ντόπιοι γιατροί–μάγοι, οι οποίοι –δυστυχώς συχνά σε συνεργασία με την ασθενή– μόλις βγαίνουν από το θάλαμο οι ξένοι πετούν τα εισαγόμενα φάρμακα στην τουαλέτα, βγάζουν τους ορούς, και άλλα παρόμοια, υπανάπτυκτα, που...».
Τον έκοψα, γιατί δεν άντεχα να ακούω: «Και η πρόγνωση, γιατρέ; Υπάρχει ελπίδα;» Ο καθηγητής κούνησε λυπημένα το κεφάλι. «Αγαπητέ μου...», έσφιξα τα δόντια, έτοιμος να ακούσω τα χειρότερα. «Η επιστήμη ουσιαστικά σήκωσε τα χέρια. Εκτός... Εκτός αν...». Κόμπιασε, κόβοντάς μου την ανάσα. «Εκτός τι, γιατρέ; Μιλήστε!». Εκείνος αναστέναξε. «Εκτός αν η ασθενής θέλει να δοκιμάσει μία πειραματική θεραπεία». Ξίνισα τα μούτρα. «“Πειραματική”; Στου κασίδη το κεφάλι; Θα την κάνουμε ινδικό χοιρίδιο;». Ο καθηγητής χαμογέλασε πικρά. «Εχετε δίκιο. Το σωστό είναι να το πάρετε απόφαση, είπε κι έστριψε να φύγει. Αλλά εγώ δεν άντεξα. Του άρπαξα το μπράτσο. «Μια στιγμή, γιατρέ, μη φεύγετε! Πείτε μου, τι σόι “εναλλακτική θεραπεία” είναι αυτή;».
Ο καθηγητής την περιέγραψε. Σας τη λέω όπως την κατάλαβα, μεταφράζοντας την ιατρική του γλώσσα σε πολιτική: «Δεν υπάρχει χρόνος», είπε, «σε τέτοια κρίση, να αλλάξει ο πρωθυπουργός (ο καθηγητής τον είπε «αρχίατρο»). Αυτός, καλός - κακός, πρέπει να μείνει στη θέση του και να αναλάβει τις ευθύνες που του αναθέσατε. Αυτό όμως που πρέπει να κάνει, αμέσως μάλιστα, είναι να αλλάξει ριζικά την κυβέρνησή του («συμβούλιο γιατρών–μάγων» την είπε ο καθηγητής), που αποτελείται σχεδόν όλη από άτομα άκρως ακατάλληλα να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, για δύο απλούστατους λόγους: δεν θέλουν και δεν μπορούν. Κι έπειτα ας φτιάξει ο πρωθυπουργός μια κυβέρνηση για το καλό της πατρίδας (της «ασθενούς»), που θα την επιλέξει με συμβουλές κάποιων συνετών ανθρώπων, εκτός πολιτικής, κι όχι των παρατρεχάμενών του. Από τους τωρινούς υπουργούς να κρατήσει μόνο όσους έδειξαν αποφασιστικότητα και ικανότητα στην πράξη, που είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ανθρώπου μάλιστα μη αρτιμελούς. Αλλους πολιτικούς να χρησιμοποιήσει μόνο ελάχιστους, κάποιους που το ήθος και η ευφυΐα τους τούς έστειλαν στο περιθώριο – τους ξέρουν κι οι πέτρες ποιοι είναι. Από εκεί και πέρα, όσους διαλέξει, πρέπει να έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Πρώτο, καμία πολιτική ενασχόληση ή φιλοδοξία, άρα καμία διάθεση να γίνουν αρεστοί. Δεύτερο, θάρρος και αποφασιστικότητα. Τρίτο, να είναι ιδιαίτερα επιτυχημένοι στο επάγγελμά τους, όποιο κι αν είναι, φτάνει να περιλαμβάνει καθήκοντα διοικητικά. (Ομως, από τα επαγγέλματα εξαιρούνται ρητά τα σχετικά με τον αθλητισμό, την τηλεόραση και το θέαμα.) Τέταρτο, να έχουν μεγάλη πείρα της ελληνικής πραγματικότητας. Πέμπτο, να είναι δουλευταράδες (Καλό τεστ επιλογής για το τελευταίο: στο ερώτημα «Πού θα περάσετε το Πάσχα ενόσω είστε υπουργός;», να απαντούν, έκπληκτοι: «Μα, φυσικά, στην Αθήνα!»).
Με χέρι τρεμάμενο, πάω να βάλω την υπογραφή στην εξουσιοδότηση, καθώς η ασθενής έπεσε στο μεταξύ σε κώμα και πρέπει κάποιος συγγενής να αποφασίσει. Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοινής Λογικής μού το τονίζει: η θεραπεία είναι πειραματική, έχει αρκετά εναντίον της και δεν εγγυάται τη θεραπεία. Αλλά εγώ υπογράφω γιατί έχει ένα μοναδικό πλεονέκτημα: είναι η τελευταία μας ελπίδα.
Ο πνιγμένος, λένε, από τα μαλλιά του πιάνεται. Πιο χρήσιμο μου φαίνεται να πιαστούμε από τους αποδεδειγμένα άξιους ανθρώπους μας.
*Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου